16 Οκτ 2009

Την καμπάνα του δημοσίου χρέους κτυπά στην κυβέρνηση η ΕΕ

Ελλάδα, Βρετανία, Ισπανία, Ιρλανδία και Λετονία βρίσκονται στα όρια της υπερχρέωσης, εξαιτίας των υψηλών δημοσίων ελλειμμάτων και του χρέους τους το οποίο επηρεάζεται δραματικά από την γήρανση του πληθυσμού επισημαίνει στην έκθεση της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη «μακροχρόνια διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών».

Με αυτή την κίνηση οι Βρυξέλλες θέτουν ανοιχτά την Ελλάδα στην κατηγορία των μελών της ΕΕ που πρέπει να λάβουν επειγόντως μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης και τη σταθεροποίηση του δημοσίου χρέους.

Στο άλλο άκρο, οι Σουηδία, Δανία, Φιλανδία, Εσθονία και Βουλγαρία κατατάσσονται σε κατηγορία χαμηλού κινδύνου, εξαιτίας «υγιών» δημόσιων οικονομικών τους και συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων που πέρασαν πριν ξεσπάσει η κρίση

Αναφερόμενη ειδικά στην Ελλάδα, η Επιτροπή τονίζει ότι η κατάσταση της είναι και η πιο δύσκολη εξαιτίας του υπερβολικά υψηλού δημοσίου χρέους της.

Κατά την άποψη που προβάλει η Κομισιόν στην έκθεση της αυτή, η ανάπτυξη που θα ακολουθήσει τα προσεχή χρόνια δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει από μόνη της στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών των κοινοτικών χωρών. Και τούτο οφείλεται στο ότι η κοινοτική Ευρώπη βρίσκεται ήδη απέναντι στο πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού της.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιλογές που έχουν οι κοινοτικές κυβερνήσεις για ν αντιμετωπίσουν αυτό το επερχόμενο δημοσιονομικό τσουνάμι είναι λιγότερες από τα δάκτυλα του ενός χεριού και αναφέρει συγκεκριμένα την ανάγκη δραστικών περικοπών των δημοσίων δαπανών, στις μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων και τέλος στις μεταρρυθμίσεις της Αγοράς εργασίας.

Η Επιτροπή ανησυχεί τέλος και για την εξέλιξη των επιτοκίων, προειδοποιώντας ότι η αύξηση του δημοσίου χρέους θα οδηγήσει και στην δική τους αύξηση μόλις οι οικονομίες εξέλθουν από την κρίση και πάρουν το δρόμο της ανάκαμψης.

Την έκθεση συζητήσουν την προσεχή εβδομάδα οι υπουργοί Οικονομίας στη σύνοδο του Eurogroup και του ΕCOFIN στο Λουξεμβούργο όπου θα πάρει μέρος για πρώτη φορά και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωσταντίνου.


ΠΗΓΗ: antinews